- παρακαλέσω
- παρακαλέωcall toaor subj act 1st sgπαρακαλέωcall tofut ind act 1st sgπαρακαλέωcall toaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντιπροτείνω — (Α ἀντιπροτείνω) νεοελλ. κάνω αντιπρόταση αρχ. απλώνω κι εγώ το χέρι για να χαιρετήσω ή να παρακαλέσω κάποιον … Dictionary of Greek
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek
παρακαλεσία — ἡ, Μ παράκληση, ικεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παρακαλεσ τού παρακαλώ (πρβλ. παρακαλέσω) + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek
προσπέφτω — Ν 1. πέφτω στα πόδια κάποιου για να τόν παρακαλέσω, ικετεύω, εκλιπαρώ κάποιον γονατιστός («μήτε πρόσπεσα στον ήσκιο σου και για να σού δεηθώ», Παλαμ.) 2. συνεκδ. παραδέχομαι το σφάλμα μου και ζητώ συγγνώμη ταπεινωμένος, ταπεινώνομαι μπροστά σε… … Dictionary of Greek
αμίλητος — η, ο 1. εκείνος που δε μιλά, λιγόλογος, σεμνός: Στεκόταν αμίλητος σαν ψάρι. 2. δύσκολος, απλησίαστος: Αμίλητος κι αγέλαστος, δεν έδινε θάρρος σε κανένα. 3. εκείνος που δε μιλιέται, δε χαρίζεται: Και να τον παρακαλέσω δε θα σου κάνει τίποτε· είναι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)